Εὐέλπιστος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐελπίστου — Εὐέλπιστος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐελπίστῳ — Εὐέλπιστος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐέλπιστε — Εὐέλπιστος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐέλπιστον — Εὐέλπιστος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευελπιστία — εὐελπιστία, ἡ (Α) [ευέλπιστος] η εμπιστοσύνη («εὐελπιστία περὶ τοῡ μέλλοντος», Επίκ.) … Dictionary of Greek
ευελπιστώ — (Μ εὐελπιστῶ, έω) [ευέλπιστος] τρέφω πολλές ελπίδες, ελπίζω σε κάτι καλό … Dictionary of Greek